- ρεκλάμα
- η(λ. γαλλ.), διαφήμιση, επίδειξη: Νομίζει πως θα γίνει γνωστός με τη ρεκλάμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεκλάμα — η, Ν 1. διαφήμιση 2. επίδειξη ανύπαρκτων προσόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reclame < ρ. reclamer «απαιτώ, επικαλούμαι» (< λατ. reclamo «αντιλέγω, αντηχώ»)] … Dictionary of Greek
ρεκλαμάρω — Ν [ρεκλάμα] κάνω ρεκλάμα ή ρεκλαμάρισμα, διαφημίζω … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
ρεκλαμαδόρος — ο, Ν αυτός που επιδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρίσματα και προσόντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
ρεκλαμαρίζω — Ν [ρεκλάμα] διαφημίζω ανύπαρκτα προσόντα … Dictionary of Greek
ρεκλαματζής — ο, θηλ. ρεκλαματζού, Ν ο ρεκλαμαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατά. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] … Dictionary of Greek